μεριμνοποιός

μεριμνοποιός
μεριμνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί, που επιφέρει μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μεριμνοποιώ — μεριμνοποιῶ, έω (Α) [μεριμνοποιός] προκαλώ μέριμνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”